Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

η απαρτία

  • 1 кворум

    кворум м η απαρτία
    * * *
    м
    η απαρτία

    Русско-греческий словарь > кворум

  • 2 кворум

    кворум
    м ἡ ἀπαρτία:
    нет \кворума δέν ὑπάρχει ἀπαρτία.

    Русско-новогреческий словарь > кворум

  • 3 кворум

    α.
    απαρτία•

    нет -а δεν υπάρχει απαρτία.

    Большой русско-греческий словарь > кворум

  • 4 кворум

    η απαρτία.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > кворум

  • 5 сбор

    сбор
    м
    1. τό μάζεμα, ἡ συλλογή / ὁ ἔρανος (пожертвований):
    \сбор подписей τό μάζεμα (или ἡ συλλογή) ὑπογραφών \сбор членских взносов ἡ είσπραξη τῶν συνδρομών τών μελών (οργάνωσης)·
    2. (урожая) ἡ συγκομιδή / ὁ τρυγητός, ὁ τρύγος (винограда):
    \сбор олив τό μάζεμα τής ἐλιᾶς·
    3. (налог) ἡ εἰσπραξη [-ις]:
    почтовый \сбор τά ταχυδρομικά τέλη· таможенный \сбор ὁ τελωνειακός δασμός· гербовый \сбор τέλη χαρτοσήμου·
    4. (встреча) ἡ συγκέντρωση [-ις], ἡ συνάντηση [-ις], ἡ συνάθροιση [-ις].· место \сбора ὁ τόπος τής συγκέντρωσης, τό μέρος τής συναθροίσεως· быть в \сборе είμαστε ὅλοι παρόντες, είμεθα ἐν ἀπαρτία·
    5. воен. τό προσκλη-τήριο[ν]·
    6. \сборы мн. (приготовления) οἱ προετοιμασίες, αί προετοιμασίαι, οἱ προπαρασκευές:
    долгие \сборы μακρόχρονες προετοιμασίες· ◊ в театре полный \сбор τό θέατρο εἶναι γεμάτο.

    Русско-новогреческий словарь > сбор

  • 6 состав

    состав
    м
    1. ἡ σύνθεση [-τς], ἡ σύσταση[-ις]·
    2. (коллектив людей) τό προσω-πικό[ν], τό σώμα:
    преподавательский \состав τό διδακτικό[ν] προσωπικό[ν]· \состав исполнителей театр. ὁ ἰ ἐκτελεστές· офицерский \состав· τό σώμα τῶν ἀξιωματικών словарный \состав языка τό λεξιλόγιο τής γλώσσας· войти в \состав делегации μπαίνω στήν αντιπροσωπεία· в полном \составе ἐν πλήρει ἀπαρτία·
    3. ж.-д. (о поезде) ἡ ἀμαξοστοιχία, ὁ συρμός· ◊ \состав преступления юр. τό σώμα τοῦ ἐγκλήματος.

    Русско-новогреческий словарь > состав

  • 7 наличие

    ουδ.
    παρουσία ύπαρξη•

    заседание состоится при -ии кворума η συνεδρίαση θα γίνει, αν υπάρξει απαρτία.

    εκφρ.
    быть (оказать(ся) в -и – είμαι, βρίσκομαι,υπάρχων;•
    при --и – αν υπάρχει, -χουν.

    Большой русско-греческий словарь > наличие

  • 8 состав

    α.
    1. το σύνολο•

    состав словарный состав языка το λεξιλόγιο μιας γλώσσας, ο θησαυρός λέξεων μιας γλώσσας.

    || (χημ.) η σύνθεση, τα συστατικά. || ενώσεις, μείγμα, διάλυμα.
    2. το προσωπικό• το σώμα•

    преподавательский состав το διδακτικό προσωπικό•

    офицерский состав το σώμα αξιωματικών•

    командный состав οι διοικητές•

    руководящий состав οι καθοδηγητές•

    лтный состав οι αεροπόροι.

    3. αμαξοστοιχία, συρμός•

    пассажирский состав επιβατική αμαξοστοιχία.

    || σώμα ανθρώπου.
    εκφρ.
    в -е – σε σύνολο, σε αριθμό, σε ποσότητα•
    президиум в -е семи человек – προεδρείο από εφτά άτομα•
    в полном - – θ σε πλήρη απαρτία•
    состав преступления – το σώμα του εγκλήματος.

    Большой русско-греческий словарь > состав

См. также в других словарях:

  • ἀπαρτία — ἀπαρτίᾱ , ἀπαρτία household utensils fem nom/voc/acc dual ἀπαρτίᾱ , ἀπαρτία household utensils fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπαρτίᾳ — ἀπαρτίᾱͅ , ἀπαρτία household utensils fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απαρτία — η (Α ἀπαρτία κ. ιων. ίη) νεοελλ. ο ελάχιστος απαιτούμενος αριθμός προσώπων σε συνεδρίαση νομικού προσώπου δημόσιου ή ιδιωτικού δικαίου για την έγκυρη λήψη απόφασης αρχ. 1. οικιακά σκεύη, κινητή περιουσία 2. η λεία του πολέμου, τα λάφυρα 3.… …   Dictionary of Greek

  • απαρτία — η παρουσία τόσων μελών ενός σωματείου, συμβουλίου, συνέλευσης κτλ., όσα είναι απαραίτητα για νόμιμη συνεδρίαση: Δεν υπήρχε απαρτία και η συνεδρίαση αναβλήθηκε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀπαρτίας — ἀπαρτίᾱς , ἀπαρτία household utensils fem acc pl ἀπαρτίᾱς , ἀπαρτία household utensils fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπαρτίαι — ἀπαρτίᾱͅ , ἀπαρτία household utensils fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπαρτίαν — ἀπαρτίᾱν , ἀπαρτία household utensils fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπαρτίαις — ἀπαρτία household utensils fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπαρτίην — ἀπαρτία household utensils fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπαρτίης — ἀπαρτία household utensils fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γιουγκοσλαβία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Παλαιότερη ονομασία: Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Έκταση: 102.173 τ.χλμ Πληθυσμός: 10.656.929 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Βελιγράδι (1.280.600 κάτ. το 2002)Κράτος …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»