-
1 кворум
-
2 кворум
кворумм ἡ ἀπαρτία:нет \кворума δέν ὑπάρχει ἀπαρτία. -
3 кворум
-а α.απαρτία•нет -а δεν υπάρχει απαρτία.
-
4 кворум
η απαρτία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > кворум
-
5 сбор
сборм1. τό μάζεμα, ἡ συλλογή / ὁ ἔρανος (пожертвований):\сбор подписей τό μάζεμα (или ἡ συλλογή) ὑπογραφών \сбор членских взносов ἡ είσπραξη τῶν συνδρομών τών μελών (οργάνωσης)·2. (урожая) ἡ συγκομιδή / ὁ τρυγητός, ὁ τρύγος (винограда):\сбор олив τό μάζεμα τής ἐλιᾶς·3. (налог) ἡ εἰσπραξη [-ις]:почтовый \сбор τά ταχυδρομικά τέλη· таможенный \сбор ὁ τελωνειακός δασμός· гербовый \сбор τέλη χαρτοσήμου·4. (встреча) ἡ συγκέντρωση [-ις], ἡ συνάντηση [-ις], ἡ συνάθροιση [-ις].· место \сбора ὁ τόπος τής συγκέντρωσης, τό μέρος τής συναθροίσεως· быть в \сборе είμαστε ὅλοι παρόντες, είμεθα ἐν ἀπαρτία·5. воен. τό προσκλη-τήριο[ν]·6. \сборы мн. (приготовления) οἱ προετοιμασίες, αί προετοιμασίαι, οἱ προπαρασκευές:долгие \сборы μακρόχρονες προετοιμασίες· ◊ в театре полный \сбор τό θέατρο εἶναι γεμάτο. -
6 состав
составм1. ἡ σύνθεση [-τς], ἡ σύσταση[-ις]·2. (коллектив людей) τό προσω-πικό[ν], τό σώμα:преподавательский \состав τό διδακτικό[ν] προσωπικό[ν]· \состав исполнителей театр. ὁ ἰ ἐκτελεστές· офицерский \состав· τό σώμα τῶν ἀξιωματικών словарный \состав языка τό λεξιλόγιο τής γλώσσας· войти в \состав делегации μπαίνω στήν αντιπροσωπεία· в полном \составе ἐν πλήρει ἀπαρτία·3. ж.-д. (о поезде) ἡ ἀμαξοστοιχία, ὁ συρμός· ◊ \состав преступления юр. τό σώμα τοῦ ἐγκλήματος. -
7 наличие
-я ουδ.παρουσία ύπαρξη•заседание состоится при -ии кворума η συνεδρίαση θα γίνει, αν υπάρξει απαρτία.
εκφρ.быть (оказать(ся) в -и – είμαι, βρίσκομαι,υπάρχων;•при --и – αν υπάρχει, -χουν. -
8 состав
-а α.1. το σύνολο•состав словарный состав языка το λεξιλόγιο μιας γλώσσας, ο θησαυρός λέξεων μιας γλώσσας.
|| (χημ.) η σύνθεση, τα συστατικά. || ενώσεις, μείγμα, διάλυμα.2. το προσωπικό• το σώμα•преподавательский состав το διδακτικό προσωπικό•
офицерский состав το σώμα αξιωματικών•
командный состав οι διοικητές•
руководящий состав οι καθοδηγητές•
лтный состав οι αεροπόροι.
3. αμαξοστοιχία, συρμός•пассажирский состав επιβατική αμαξοστοιχία.
|| σώμα ανθρώπου.εκφρ.в -е – σε σύνολο, σε αριθμό, σε ποσότητα•президиум в -е семи человек – προεδρείο από εφτά άτομα•в полном - – θ σε πλήρη απαρτία•состав преступления – το σώμα του εγκλήματος.
См. также в других словарях:
ἀπαρτία — ἀπαρτίᾱ , ἀπαρτία household utensils fem nom/voc/acc dual ἀπαρτίᾱ , ἀπαρτία household utensils fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαρτίᾳ — ἀπαρτίᾱͅ , ἀπαρτία household utensils fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απαρτία — η (Α ἀπαρτία κ. ιων. ίη) νεοελλ. ο ελάχιστος απαιτούμενος αριθμός προσώπων σε συνεδρίαση νομικού προσώπου δημόσιου ή ιδιωτικού δικαίου για την έγκυρη λήψη απόφασης αρχ. 1. οικιακά σκεύη, κινητή περιουσία 2. η λεία του πολέμου, τα λάφυρα 3.… … Dictionary of Greek
απαρτία — η παρουσία τόσων μελών ενός σωματείου, συμβουλίου, συνέλευσης κτλ., όσα είναι απαραίτητα για νόμιμη συνεδρίαση: Δεν υπήρχε απαρτία και η συνεδρίαση αναβλήθηκε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀπαρτίας — ἀπαρτίᾱς , ἀπαρτία household utensils fem acc pl ἀπαρτίᾱς , ἀπαρτία household utensils fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαρτίαι — ἀπαρτίᾱͅ , ἀπαρτία household utensils fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαρτίαν — ἀπαρτίᾱν , ἀπαρτία household utensils fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαρτίαις — ἀπαρτία household utensils fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαρτίην — ἀπαρτία household utensils fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαρτίης — ἀπαρτία household utensils fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γιουγκοσλαβία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Παλαιότερη ονομασία: Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Έκταση: 102.173 τ.χλμ Πληθυσμός: 10.656.929 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Βελιγράδι (1.280.600 κάτ. το 2002)Κράτος … Dictionary of Greek